- σπέκλον
- σπέκλονspeculumneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σπέκλον — το, ΜΑ, και σφέκλον Α μσν. παράθυρο από ημιδιαφανή σχιστόλιθο αρχ. 1. καθρεφτάκι 2. είδος στιλπνού σχιστολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. speculum «κάτοπτρο»] … Dictionary of Greek
σπέκλου — σπέκλον speculum neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σπέκλων — σπέκλον speculum neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
SPECULAR — a Speculo differt, illud enim Graece διόπτρα, per quod videtur; hoc issdem κάτοπτρον, quô videtur: illud διάφασιν, hoc ἔμφασιν facit. Et quidem Specularia dicebantur, quibus lumen in cenacula inferebatur, et Sol admittebatur in aedes, ut hodie… … Hofmann J. Lexicon universale
σπέτλον — τὸ, Μ άνοιγμα σε τοίχο από όπου μπορεί κανείς να παρατηρεί, παρατηρητήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. σπέτλον αντί τού σπέκλον*] … Dictionary of Greek
σπεκλάριον — τὸ, Α είδος στιλπνού σχιστολίθου. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
σπεκλοποιός — ὁ, Α τεχνίτης που κατασκεύαζε καθρέπτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπέκλον + ποιός*] … Dictionary of Greek
σφέκλον — τὸ, Α βλ. σπέκλον … Dictionary of Greek